Τα Panama Papers. Η αποκάλυψη συστηματικής σεξουαλικής κακοποίησης στους κόλπους της Εκκλησίας από την Boston Globe. Το Γουοτεργκέιτ. Πρόκειται για κάποια από τα παραδείγματα που μας έρχονται στο νου, όταν σκεφτόμαστε την ερευνητική δημοσιογραφία. Τα θέματα σοκάρουν, αποκαλύπτουν κάτι καινούργιο και, τις περισσότερες φορές, αποτελούν αφετηρία αλλαγών — έστω και αν πρόκειται για σταδιακές αλλαγές.
Αλλά τι είναι αυτό που κάνει τα εκρηκτικά αυτά ρεπορτάζ ερευνητική δημοσιογραφία;
Όπως είχε πει ο βρετανός συγγραφέας Τζoρτζ Όργουελ, «Δημοσιογραφία είναι το να τυπώνεται αυτό που κάποιος δεν θέλει να τυπωθεί: όλα τα άλλα είναι δημόσιες σχέσεις.» Αλλά ενώ το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιογραφίας, ακόμα και εξελίξεις στα σημαντικά νέα της καθημερινής ειδησιογραφίας, απαιτούν κάποιο βαθμό έρευνας, η ερευνητική δημοσιογραφία έχει ως κεντρικό της χαρακτηριστικό την μακρά, εις βάθος έρευνα που θα εστιάσει σε ένα μόνο θέμα για μήνες ή ίσως και χρόνια.
Εδώ, οι δημοσιογράφοι ακολουθούν κάποιο στοιχείο που θα οδηγήσει στην αποκάλυψη διαφθοράς, θα ελέγξει κυβερνητικές και επιχειρηματικές πολιτικές ή θα στρέψει την προσοχή σε κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές ή πολιτιστικές τάσεις. Ενώ τα συμβατικά ρεπορτάζ ξεκινούν από υλικό που παρέχει ένας οργανισμός — ας πούμε από μια ανακοίνωση της κυβέρνησης ή κάποιας ΜΚΟ — ένα ερευνητικό ρεπορτάζ ξεκινά κυρίως με πρωτοβουλία ενός ρεπόρτερ. Ίσως έχει λάβει ένα ανώνυμο ημέιλ με εκατοντάδες μη επαληθευμένα αρχεία, ίσως κάποια από τις επαφές που έχει επί μακρόν καλλιεργήσει του μεταφέρει κάποια φήμη για μια εταιρική συνωμοσία. Όπως και να ’χει, στόχος της ερευνητικής δημοσιογραφίας είναι να φέρει στην επιφάνεια ζητήματα δημοσίου συμφέροντος που, εσκεμμένα ή μη, θα είχαν μείνει κρυφά.
Ένα χρήσιμο κριτήριο για το τι αποτελεί «δημόσιο συμφέρον» είναι εάν η κοινότητα θα βρισκόταν σε μειονεκτική θέση σε περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές δεν έρχονταν στο φως ή αν θα επωφελείτο, είτε ουσιαστικά είτε μέσω της λήψης τεκμηριωμένων αποφάσεων, σε περίπτωση που τις μάθαινε. Μερικές φορές, πληροφορίες που ωφελούν μία κοινότητα βλάπτουν κάποια άλλη. Για παράδειγμα, οι κάτοικοι δασικών περιοχών μπορεί να ζητήσουν καλύτερες τιμές αν μάθουν πόσο πωλούνται στην αγορά τα δέντρα που οι εταιρείες υλοτομίας θέλουν να κόψουν. Φυσικά, οι εταιρείες υλοτομίας δεν θα ήθελαν να γίνει γνωστή αυτή η πληροφορία, γιατί θα ανέβαιναν οι τιμές των δέντρων. Οι ιστορίες που αφορούν δημόσιο συμφέρον δεν επηρεάζουν κατ’ ανάγκη μια ολόκληρη χώρα και, όταν το κάνουν, θεωρούνται θέματα «εθνικού συμφέροντος». Δυστυχώς, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται ενίοτε από κυβερνήσεις για να δικαιολογήσει παράνομες, επικίνδυνες ή ανήθικες πράξεις ή για να αποθαρρύνει τους δημοσιογράφους από το να δημοσιοποιήσουν ένα σημαντικό πρόβλημα.
Ερευνητική δημοσιογραφία από τη μια στιγμή στην άλλη δεν γίνεται. Εξελίσσεται μέσα από διάφορα στάδια σχεδιασμού, έρευνας και δημοσιοποίησης και οφείλει να ακολουθεί υψηλά πρότυπα ακρίβειας και τεκμηρίωσης. Ενδεχομένως να χρειαστεί η έρευνα να γίνει μυστικά ή να εξαχθούν συμπεράσματα μετά από πολύ ψάξιμο, από εξόρυξη δεδομένων, αλλά οι καρποί της, όποιοι και αν είναι, θα πρέπει να είναι κάτι πολύ περισσότερο από την απλή επαλήθευση της αρχικής πληροφορίας. Το τελικό ρεπορτάζ θα πρέπει να αποκαλύπτει νέες πληροφορίες ή να ρίχνει νέο φως σε πληροφορίες που ήταν ήδη διαθέσιμες με τρόπο που να αποκαλύπτει τη σημασία τους. Μία και μόνη πηγή μπορεί να προσφέρει εντυπωσιακές αποκαλύψεις, πρόσβαση σε νέες οπτικές και πληροφορίες που αλλιώς θα έμεναν κρυμμένες. Αλλά μέχρι να γίνει η διασταύρωση της ιστορίας με άλλες πηγές — προϊόντα εμπειρίας, τεκμηρίωση ή από μαρτυρίες ανθρώπων — και να διερευνηθεί το νόημά της, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως έρευνα.
Το ερευνητικό ρεπορτάζ απαιτεί μεγαλύτερους πόρους, καλύτερη ομαδική δουλειά και περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι το καθημερινό ειδησεογραφικό ρεπορτάζ. Πολλά ρεπορτάζ είναι προϊόντα ομαδικής έρευνας. Αυτό, όμως, δημιουργεί προβλήματα για τις μικρές εκδόσεις που έχουν ελλείψεις σε χρόνο, χρήμα και εξειδικευμένο προσωπικό. Ο δημοσιογράφος ενδέχεται να πρέπει να ψάξει για χρηματοδότηση που θα υποστηρίξει την έρευνά του και να εξασφαλίσει τη συνδρομή ειδικών εκτός της αίθουσας σύνταξης.
Ο κονγκολέζος δημοσιογράφος Sage-Fidèle Gayala σταθμίζει τα υπέρ και τα κατά της ομαδικής δουλειάς: «Μπορεί να είναι παραγωγικό να δουλεύεις σε μια μικρή ομάδα, όταν είσαι σίγουρος ότι κάθε μέλος της έχει ειδικευτεί σε κάτι χρήσιμο. Κάποιος πρέπει να πάρει τους δρόμους, ο άλλος να κάνει έρευνα και να συντάσσει έγγραφα, και ο τρίτος να γράψει το θέμα. Μια ομάδα έχει αρκετές πιθανότητες να δουλέψει γρήγορα και να βγάλει το θέμα εγκαίρως. Αλλά σε πολλές χώρες, οι αίθουσες σύνταξης δεν είναι καθαρές. Οι ρεπόρτερ ή οι αρχισυντάκτες μπορεί να πέσουν στις παγίδες που στήνει ο τομέας, οι επιχειρήσεις ή οι πολιτικοί ιθύνοντες, είτε μέσω απειλών είτε μέσω δωροδοκίας. Επίσης, πολλές εφημερίδες είναι αμφιβόλου προελεύσεως, έχοντας χρηματοδοτηθεί από τη μία ή την άλλη ομάδα συμφερόντων. Οι αρχισυντάκτες αποτελούν τον κύριο στόχο, ενώ ορισμένες φορές είναι και οι ίδιοι ένοχοι. Όταν εργάζεται σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ένας νεαρός δημοσιογράφος μπορεί να δυσκολευτεί πολύ να ολοκληρώσει ένα ερευνητικό ρεπορτάζ.