Πρέπει να είστε προετοιμασμένος ότι κάποια πηγή δεν θα έχει διάθεση να απαντήσει τις ερωτήσεις σας και θα το πει. Σε μια ηχογράφηση για την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, η άρνησή της να απαντήσει, είτε έχει διατυπωθεί ρητά είτε εμμέσως, θα ακουστεί, και μπορεί να την αξιοποιήσετε στο μοντάζ. Αν πρόκειται για κείμενο, μπορείτε να γράψετε: «Ο Χ αρνήθηκε να απαντήσει ερωτήσεις σχετικά με το…» Δεν χρειάζεται στα γραφόμενά σας να ερμηνεύσετε την άρνηση – απλά να την αναφέρετε. Το νόημα της άρνησης θα το κρίνουν οι αναγνώστες σας.
Μια κοφτή άρνηση να δοθεί απάντηση σε θεμιτές ερωτήσεις μπορεί να σας δημιουργήσει τη διάθεση να αποχωρήσετε από τη συνέντευξη. Ορισμένες φορές, η επιλογή αυτή μπορεί να είναι αποτελεσματική. Μπορείτε να πείτε, «Λυπάμαι, κύριε υπουργέ. Δεν είχα προβλέψει ότι δεν θα είχα τη δική σας άποψη για αυτά τα ζητήματα, που αποτελούν και τον πυρήνα του θέματός μου. Οπότε, τώρα έχω να δουλέψω μόνο με τις δικές μου παρατηρήσεις και τα σχόλια των ειδικών και των μαρτύρων. Να αναφέρω απλά ότι δεν δεχτήκατε να σχολιάσετε;» Σε αυτό το σημείο, αν ο υπουργός είναι ευφυής ίσως αποφασίσει ότι είναι καλύτερα να πει κάτι παρά να μην εμφανίζεται καθόλου στο ρεπορτάζ. Αλλά αν συνεχίσει να αρνείται να συνεργαστεί, να αποχωρήσετε ευγενικά.
Ακόμα και αν σας έχουν πει εκ των προτέρων ότι ορισμένες ερωτήσεις δεν θα απαντηθούν, μπορεί να είναι καλύτερα να τις θέσετε και να το κάνετε σαφές. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το ραδιόφωνο και την τηλεόραση. Και ο συνομιλητής σας αλλά και το ακροατήριο σας θα γνωρίζουν ότι τουλάχιστον εσείς την κάνατε την ερώτηση. Αν δεν την κάνετε, υπάρχει πάντα η περίπτωση να επικριθείτε για αυτό. Ο εκάστοτε μη ερωτηθείς μπορεί κάλλιστα να ισχυριστεί ότι, αν τον είχατε ρωτήσει, θα είχε απαντήσει.